- μαρμαίρω
- (Α μαρμαίρω)1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζω («νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< *μαρμαρ-jω), με επένθεση τού ζ- και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ. μαρμάρεος (πρβλ. δαιδάλλω, δαιδάλεος, αλλά στην περίπτωση αυτή υπάρχει και το δαίδαλος), ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mr τής ΙΕ ρίζας *mer- «λάμπω, σπινθηροβολώ» (πρβλ. marīci «ακτίνα φωτός») και συνδέεται με τις λ. μαρίλη*, μαριεύς*, μαραυγέω* και ἀμαρυσσω*. Η σύνδεση τού τ. με λατ. merus «άκρατος, καθαρός» θεωρείται αμφίβολη.ΠΑΡ. μαρμαρυγήαρχ.Μαίρα, μαρμάρεος (I).ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αναμαρμαίρω, παραμαρμαίρω, περιμαρμαίρω, υπομαρμαίρω].
Dictionary of Greek. 2013.